πρεσβευτής

πρεσβευτής
πρεσβ-ευτής, οῦ, ,
A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg.941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., than

πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41

, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.
II agent or commissioner,

ὑπέρ τινος D.45.64

.
2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; π. καὶ ἀντιστράτηγος, = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρεσβευτής — πρεσβευτής, ο και πρέσβης, ο ο αναγνωρισμένος αντιπρόσωπος ενός κράτους σε ξένη χώρα: Έφτασε στην Αθήνα και έδωσε τα διαπιστευτήριά του ο νέος πρεσβευτής της Γαλλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρεσβευτής — ambassador masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβευταῖς — πρεσβευτής ambassador masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευταί — πρεσβευτής ambassador masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτοῦ — πρεσβευτής ambassador masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτῇ — πρεσβευτής ambassador masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτέα — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτήν — πρεσβευτής ambassador masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβευτῶν — πρεσβευτής ambassador masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλοπέους — Επώνυμο δύο Ρώσων διπλωματών. 1. Δαβίδ (1761 – 1831). Ξεκίνησε ως πρεσβευτής στη Σουηδία όπου και συνελήφθη από τον Γουσταύο Δ’ λόγω της ρωσικής εισβολής στη Φιλανδία, την οποία χρησιμοποίησε εκβιαστικά ο Αλέξανδρος Α’ για να τον αναγκάσει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”